προμερίζω

προμερίζω
Α
παρέχω, χορηγώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + μερίζω (< μέρος / μερίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προμερισθέντων — προμερίζω bestow beforehand aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμερίζοντες — προμερίζω bestow beforehand pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμέρισμα — το, Ν [προμερίζω] είδος προκαταβολής που δίνεται στους μετόχους ανώνυμης εταιρείας έναντι τού οριστικού μερίσματος που θα λάβουν από τα προβλεπόμενα κέρδη τής τρέχουσας χρήσης …   Dictionary of Greek

  • προμερισμός — ὁ, Μ [προμερίζω] η εκ τών προτέρων διανομή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”